- κρεσ(κ)εντία
- και κρησκεντία, ηβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας βιγνονιίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. crescentia < νεώτ. λατ. crescentia < όν. τού Pietro Crescenzi, Ιταλού συγγραφέα για γεωργικά θέματα, + κατάλ. -ia].
Dictionary of Greek. 2013.